Τοπογραφικό Σκηνικό
Η Νυμφασία της Αρκαδικής γης βρίσκεται σε υψόμετρο 840 μ. σχεδόν στο Β.Α. άκρο της Γορτυνίας μ’ ευφρόσυνο κι απολυτρωτικό κλίμα. Πρόκειται, για μια περιοχή πολύ απλωμένη, με εδαφικό διαμελισμό θαυμάσιο, με εξάρσεις και καταπτώσεις, οι λόφοι τα χαμηλώματα, οι σκοτεινές δειράδες κυρίως προς τα δυτικά του χωριού, τέρπουνε αφάνταστα την ψυχή του θεατή. Ο εκτεταμένος ορίζοντας που έχει προς όλες τις κατευθύνσεις, ξεκουράζει το μάτι του θεατή και τον πλημμυρίζει από χαρά κι αγαλλίαση.
Η Νυμφασία πηγή (Προσινίκος) με τις πανύψηλες και τους γύρω καταπράσινους πρίνους φαντάζει στα πόδια του ιστορικού Μαινάλου σαν ιέρεια της Μυθολογίας για να λουστούν με τα νερά της οι Νύμφες και να ξεκουραστεί στον ίσκιο των δένδρων της, ο κακομούτσουνος θεός των τσοπάνηδων της Αρκαδίας Πάνας.
Η βλάστηση μόνιμο ένδυμα του τόπου, οργιάζει, και κυρίως την άνοιξη και όταν οι εποχές του χρόνου διαδέχεται η μία την άλλη, το τοπογραφικό σκηνικό είναι ανάλογο, όπως κι ανάλογα είναι τα ψυχικά σκιρτήματα του παρατηρητή και ανάλογες οι ψυχικές ανατάσεις γι αυτόν, ιδιαίτερα όταν η νύφη του Βορρά με το λευκό πέπλο της σκεπάζει τα πάντα.
Τις έναστρες και φεγγαρόλουστες βραδιές του καλοκαιριού η αύρα του Μαινάλου σαν απόηχος μέσα από τους δρόμους και τις σκοτεινές λαγκαδιές, μας φέρνει στ’ αυτιά μας το ποδοβολητό των Νυμφών και των Μαινάδων, που τρομαγμένες τρέχουν να κρυφτούν από τ’ άγριο κυνηγητό του μανιασμένου από ερωτικό αμόκ Πάνα.
Η φαντασία του περαστικού από τη Νυμφασία πηγή του δημιουργεί την εικόνα ότι ο Θεός των τσοπάνηδων, , τραγοπόδαρος και μαλλιαρός όπως είναι με τη γκλίτσα δίπλα του και την σύριγγα που ο ίδιος έφτιαξε στην αγκαλιά του, ξαπλωμένος κοιμάται βαθιά κάτω από τις παχύσκιες λεύκες κουρασμένος από την ολονύκτια ερωτική κραιπάλη.
Σ’ αυτούς τους ορεινούς τόπους του χωριού δεν έχει ακόμα εισχωρήσει η φθορά των πόλεων, τα πάντα μοιάζουν σαν μια αγνή παρθένα κοπέλα, που ζηλότυπα φυλάει την τιμή της από τους ξετσίπωτους εραστές που καιροφυλακτούν παντού. Ο Κότρωνας ο άρχοντας κι αφέντης της Πωγωνής στους χρόνους της σκλαβιάς εξετέλεσε την εθνική του αποστολή γιατί στις σπηλιές του στις κουφάλες τ’ ανοίγματα και τα χάσματα του γίγαντα κορμιού του, έκρυψε τον πληθυσμό της περιοχής από το μαχαίρι του Τούρκου δυνάστη.
Αγναντεύοντας κανείς την ιερή Μονή της Κερνίτσας, κουρνιασμένη πάνω στο πανύψηλο βράχο των 500 περίπου μέτρων ύψους, από τη στάθμη του Μυλάοντα ποταμού, που πολυτρίχια, κισσοί, πρίνα και γάβρα ντύνουν αραιά αραιά την αρχοντική κορμοστασιά του, καταλαμβάνεται από δέος κι απολυτρωτικούς στοχασμούς. Το σήμαντρο του Μοναστηριού σ’ ορισμένες ώρες του όρθρου και του εσπερινού, διακόπτει τη βιβλική ηρεμία του μαγευτικού τοπίου και ο θεατής σταυροκοπιέται μ’ ευλάβεια
Ο ρόγχος και οι παφλασμοί των μανιασμένων νερών του ποταμού κυρίως τον χειμώνα που παραρρέει τον ιερό βράχο και του γλύφει τα πόδια αφρισμένος κι απειλητικός αποτελούν τον αιώνιο υμνωδό της Θεομήτορος Παναγίας, μαζί με το λάλο κότσυφα που ακούραστα πετάει από βράχο σε βράχο όλες τις εποχές του χρόνου. Αυτό το θαυμάσιο τοπογραφικό σκηνικό της Νυμφασίας, χιλιάδες τώρα χρόνια παραμένει αγνό, παρθένο, αναλλοίωτο χωρίς να έχει χάσει την ταυτότητά του. Τσοπάνηδες, ξυλοκόποι, κυνηγοί, λογής λογής, εργάτες, ξένοι και περαστικοί, Τούρκοι, Φράγκοι, Ενετοί, Αιγύπτιοι, Γερμανοί και Ιταλοί μόνο την παρουσία της στιγμής έδωσαν, τίποτα δεν άλλαξε. Ο ήλιος που κάθε πρωί ανατέλλει από την υπερήφανη κορφή του Μαινάλου, βρίσκει και χρυσώνει τα πάντα στη θέση τους, μα τίποτα δεν άλλαξε, μόνον οι σκιές των Νυμφασιωτών που δούλεψαν σε αυτόν τον τόπο και αυτή που έφυγαν πλανιούνται στην φαντασία των επιζώντων. Το αιώνιο ήρεμο, σιωπηλό και αδιατάρακτο αυτό κομμάτι της Αρκαδικής γης κρύβει μέσα του τον ίσκιο από τα όνειρα, τους καημούς και τις ελπίδες τόσων και τόσων Νυμφασιωτών που πέρασαν και ο μόχθος κι ο ιδρώτας είναι αποτυπωμένος σε κάθε σημείο του χωριού που έζησαν.