Χαρακτηρίζεται ο ύψιστος ύμνος της Εκκλησίας μας, που συνεγείρει τους πιστούς και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας.
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Αναστήθηκε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν.
Ο θάνατος, δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος, μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του Παρουσία. Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε, ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο της ζωής στον κόσμο μας εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον αέρα της ελευθερίας.
Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή.
«Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου».
Έτσι, ακριβώς τα μεσάνυχτα της 5ης Μαΐου του 2024, το “Χριστός Ανέστη” ακούστηκε στην πολιούχο εκκλησία του χωριού μας, την Αγία Τριάδα, οι οποία είχε κατακλυστεί από πιστούς που γιόρταζαν την Ανάσταση του Κυρίου.
Είθε η Ανάσταση του Κυρίου να φωτίζει τις καρδιές μας και να δίνει δύναμη, γαλήνη και ζωή σε όλους μας.