ΚΑΤΟΙΚΟΙ – ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ: Η ιστορία και η ύπαρξη της Νυμφασίας χάνεται εις το βάθος του χρόνου γιατί δεν υπάρχουνε γραπτές ιστορικές σημειώσεις, η άλλες αποδείξεις, ποια ήταν η αρχή της και πότε κατοικήθηκε.
Ότι έρχεται στο φως οφείλεται σε αφηγήσεις των προγόνων μας οι οποίες συγχυσμένες και αλλοιωμένες από το βάρος του χρόνου παραδόθηκαν σε μας από γενιά σε γενιά γιατί κανείς δεν έκανε τον κόπο να τις συγκεντρώσει ώστε να παραδοθούν υπό την έννοια ενός γραπτού κειμένου.
Άλλες λίγες μαρτυρίες σταχυολογήθηκαν από βιβλία που αναφέρονται σε άλλες πόλεις και χωριά, οι οποίες διεσπαρμένες εδώ κι εκεί ως σημειώσεις ή υποσημειώσεις χρειάστηκε πολύς χρόνος να εντοπιστούν και να τοποθετηθούν σε μία συγγραφή ανάλογα που ταίριαζε και που έπρεπε.
Οι κάτοικοι της Νυμφασίας που πρωτοεγκαταστάθηκαν σε αυτή είναι άγνωστο ποιάς δημογραφικής μορφής υπήρξαν, αλλά βέβαιο είναι από την ανάλυση των γενεαλογικών δένδρων αυτής ότι οι ντόπιοι κάτοικοι κατά καιρούς δυνάμωναν από την άφιξη άλλων ατόμων κυρίως από γειτονικές επαρχίες της Πελοποννήσου αλλά και από διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδας. Από σκόρπια ερείπια και συντρίμμια κατοικιών, εκκλησιών και άλλων κτισμάτων και τάφων σε τόπους με ιδία ονομασία του καθενός όπως π.χ. Σκρουφουτέικα, Λειβάδια, Λαμπαρία, Άγιος Βλάσσης, Αγία Παρασκευή, Προσινίκος, Τροχάλλοι, Αγιος Ιωάννης, Πίσω αλώνια κλπ φαίνεται ότι το χωριό μας ήτανε εκτεταμένο και κατοικημένο από μεγάλο πληθυσμό. Πώς; Άγνωστο, μόνο μια εξήγηση υπάρχει, ότι η περιήγηση του Παυσανία στη Νυμφασία Πηγή που ασφαλώς τη μυθολογική της παράδοση την πληροφορήθηκε από τους ντόπιους κατοίκους που οδηγούσαν εκεί για πότισμα τα κοπάδια τους και τα λοιπά ζώα, καταδηλώνει σαφώς ότι η Νυμφασία αποτελεί συνέχεια του πληθυσμού του αρχαίου Μεθυδρίου που ήτανε διεσπαρμένος σ’ όλο το οροπέδιο του Μυλάοντος ποταμού που περικλείεται από τις οροσειρές Μαινάλου – Αργυροκάστρου – Χελμού και εκτείνεται μέχρι του Δήμου των Νάσσων (Δάρα), όπως αναφέρει ο αείμνηστος Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος. Διότι εάν δεν συνέβαινε αυτό δεν ήτανε δυνατό να στηριχθεί η κυριαρχία της περίφημης αυτής πόλης της αρχαιότητας μ’ ανάλογο στρατό που τον εξοικονομούσε απ’ αυτό τον πληθυσμό των χωριών που υπήρχανε στη μεγάλη της περιοχή. Πλέον ήθελε και πολλά εργατικά χέρια για καλλιέργεια, την υλοτομία, την κίνηση του εμπορίου, την κτηνοτροφία και γενικά για τη στρατιωτική της συγκρότηση μ’ όλα τα μέσα. Ένας τέτοιος πληθυσμός θα ασφυκτιούσε εάν ήτανε συγκεντρωμένος στη περιορισμένη πόλη του Ορχομενού που την έκτισε επάνω σε ψηλό λόφο.
Μάλλον ο πληθυσμός του χωριού μας όπως και τόσων άλλων κυρίως της Βυτίνας που αποτελούσε το προαύλιο του Μεθυδρίου, αποτελεί τη συνέχεια της αρχαιότητας με μόνη τη διαφορά ότι η σφραγίδα των αιώνων άλλαξε μόνο το δημογραφικό πολιτιστικό σκηνικό. Εάν δεν συνέβαινε αυτό πως ήταν δυνατόν ο πληθυσμός αυτός που βγήκε λιπόθυμος από τη στάχτη της σκλαβιάς 400 ολόκληρων χρόνων, που κατά τη διάρκεια της υπέστη τα πάνδεινα και το δαυλί και το μαχαίρι του δυνάστη προσπάθησε να εξοντώσει από το λίκνο το Ελληνικό γένος και στη τελευταία αγροτική καλύβα, πως ήταν δυνατόν να επαναλαμβάνεται, να παρουσιάσει πληθυσμιακό δείκτη τόσο υψηλό, όσο παρουσίασε κατά την πρώτη απογραφή του 1833 που η Ελλάδα ήτανε πλέον κράτος ελεύθερο και να μη χάσει ο κόσμος αυτός τις ρίζες της καταγωγής του, που σερνότανε από χαράδρα σε χαράδρα κι από κρύπτη σε κρύπτη στις ζοφερές σπηλιές του Κότρωνα;
Ασφαλώς για να επιβιώσει έτσι δεν ήταν πληθυσμός της στιγμής, ούτε μετέωρος, αλλά ήταν η συνέχεια των αρχαίων Αρκάδων, η συνέχεια του ιστορικού Μεθυδρίου.